ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ
Το κάπνισμα αποτελεί όπως και για όλη την ψυχοσωματική υγεία ενός ατόμου δυσμενή παράγοντα , έτσι και στον τομέα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής παίζει σημαντικό ρόλο. Στον καπνό του τσιγάρου υπάρχουν πάνω από 4.000 χημικές ουσίες εκ των οποίων 250 θεωρούνται επιβλαβείς και 50 θεωρούνται δυνητικά καρκινογόνες.
Η χρόνια κατανάλωση τσιγάρων επιβαρύνει τον γυναικείο οργανισμό, τόσο στα επίπεδα αγγείωσης της μήτρας όσο και σε επίπεδο ποιότητας και αριθμού ωαρίων γεγονός που συνεπάγεται σε χαμηλά ποσοστά επιτυχίας στην προσπάθεια του ζεύγους για επίτευξη εγκυμοσύνης μέσω τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Το ρίσκο της υπογονιμότητας αυξάνεται αναλογικά σύμφωνα με μελέτες αναφορικά με τον αριθμό των τσιγάρων που καταναλώνονται καθημερινά.
Στις καπνίστριες λόγω της αυξημένης εξάντλησης των ωαρίων η εμμηνόπαυση έρχεται 1-4 έτη γρηγορότερα από ότι στις γυναίκες που δεν καπνίζουν. Για το λόγο αυτό η διακοπή του καπνίσματος βελτιώνει την υπογονιμότητα δια μέσου της αύξησης των αποθεμάτων ωαρίων.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες από την αμερικανική εταιρεία υπογονιμότητας , οι καπνίστριες χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις φαρμάκων για την διέγερση των ωοθηκών τους , παράγουν λιγότερα ωάρια και έχουν 30% μικρότερες πιθανότητες επίτευξεις κυήσεως από τις καπνίστριες. Το παθητικό κάπνισμα έχει σχεδόν ίδιες επιδράσεις και συνέπειες στην επίτευξη γονιμότητας με αυτές που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Επίσης προκαλεί διαταραχές στην συχνότητα του κύκλου και στην δυσκολία της σύλληψης.
Υπενθυμίζουμε ότι ο γυναικείος παράγοντας ευθύνεται για το 40% την υπογονιμότητας ενός ζευγαριού.
Όσον αφορά τον ανδρικό παράγοντα , που ευθύνεται επίσης για το 40% της υπογονιμότητας του ζεύγους , μελέτες δείχνουν ότι έχει βλαβερές συνέπειες στην γονιμότητα τους. Μειώνεται η ποιότητα των σπερματοζωαρίων , ο αριθμός τους, η κινητικότητα τους, μειώνονται τα επίπεδα ψευδαργύρου αυξάνονται οι ελεύθερες ρίζες και το οξειδωτικό stress , μειώνεται η μορφολογία τους και παρατηρείται αυξημένη κατακρήμνιση του DNA τους . Συνεπώς, ελαττώνεται η γονιμοποιητική τους ικανότητα και οι πιθανότητες εμφύτευσης του εμβρύου στο ενδομήτριο.
Σε πρόσφατη έρευνα στη Γερμανία , παρατηρήθηκε ότι τα ζευγάρια που καπνίζουν οφείλουν να διακόψουν αμφότεροι το κάπνισμα τουλάχιστον 3 μήνες πριν αρχίσουν τις προσπάθειες για σύλληψη είτε φυσιολογικά είτε με της μεθόδους της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Ολοκληρώνοντας το τσιγάρο καταστρέφει το γενετικό υλικό των ωαρίων και σπερματοζωαρίων. Σε επίπεδο εξέλιξης της κύησης ο απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ενός βιώσιμου εμβρύου και δυστυχώς το κάπνισμα συσχετίζεται επιστημονικά
τεκμηριωμένα , με αυξημένες πιθανότητες αποβολών , λιποβαρών νεογνών και προωρότητας, φθορά του πλακούντα και των αγγείων του με αποτέλεσμα να οδηγεί δυνητικά σε κυήσεις αυξημένου κινδύνου με σοβαρές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις τόσο για τους γονείς όσο και για το κοινωνικό σύνολο.
Το κάπνισμα αποτελεί όπως και για όλη την ψυχοσωματική υγεία ενός ατόμου δυσμενή παράγοντα , έτσι και στον τομέα της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής παίζει σημαντικό ρόλο. Στον καπνό του τσιγάρου υπάρχουν πάνω από 4.000 χημικές ουσίες εκ των οποίων 250 θεωρούνται επιβλαβείς και 50 θεωρούνται δυνητικά καρκινογόνες.
Η χρόνια κατανάλωση τσιγάρων επιβαρύνει τον γυναικείο οργανισμό, τόσο στα επίπεδα αγγείωσης της μήτρας όσο και σε επίπεδο ποιότητας και αριθμού ωαρίων γεγονός που συνεπάγεται σε χαμηλά ποσοστά επιτυχίας στην προσπάθεια του ζεύγους για επίτευξη εγκυμοσύνης μέσω τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Το ρίσκο της υπογονιμότητας αυξάνεται αναλογικά σύμφωνα με μελέτες αναφορικά με τον αριθμό των τσιγάρων που καταναλώνονται καθημερινά.
Στις καπνίστριες λόγω της αυξημένης εξάντλησης των ωαρίων η εμμηνόπαυση έρχεται 1-4 έτη γρηγορότερα από ότι στις γυναίκες που δεν καπνίζουν. Για το λόγο αυτό η διακοπή του καπνίσματος βελτιώνει την υπογονιμότητα δια μέσου της αύξησης των αποθεμάτων ωαρίων.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες από την αμερικανική εταιρεία υπογονιμότητας , οι καπνίστριες χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις φαρμάκων για την διέγερση των ωοθηκών τους , παράγουν λιγότερα ωάρια και έχουν 30% μικρότερες πιθανότητες επίτευξεις κυήσεως από τις καπνίστριες. Το παθητικό κάπνισμα έχει σχεδόν ίδιες επιδράσεις και συνέπειες στην επίτευξη γονιμότητας με αυτές που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Επίσης προκαλεί διαταραχές στην συχνότητα του κύκλου και στην δυσκολία της σύλληψης.
Υπενθυμίζουμε ότι ο γυναικείος παράγοντας ευθύνεται για το 40% την υπογονιμότητας ενός ζευγαριού.
Όσον αφορά τον ανδρικό παράγοντα , που ευθύνεται επίσης για το 40% της υπογονιμότητας του ζεύγους , μελέτες δείχνουν ότι έχει βλαβερές συνέπειες στην γονιμότητα τους. Μειώνεται η ποιότητα των σπερματοζωαρίων , ο αριθμός τους, η κινητικότητα τους, μειώνονται τα επίπεδα ψευδαργύρου αυξάνονται οι ελεύθερες ρίζες και το οξειδωτικό stress , μειώνεται η μορφολογία τους και παρατηρείται αυξημένη κατακρήμνιση του DNA τους . Συνεπώς, ελαττώνεται η γονιμοποιητική τους ικανότητα και οι πιθανότητες εμφύτευσης του εμβρύου στο ενδομήτριο.
Σε πρόσφατη έρευνα στη Γερμανία , παρατηρήθηκε ότι τα ζευγάρια που καπνίζουν οφείλουν να διακόψουν αμφότεροι το κάπνισμα τουλάχιστον 3 μήνες πριν αρχίσουν τις προσπάθειες για σύλληψη είτε φυσιολογικά είτε με της μεθόδους της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Ολοκληρώνοντας το τσιγάρο καταστρέφει το γενετικό υλικό των ωαρίων και σπερματοζωαρίων. Σε επίπεδο εξέλιξης της κύησης ο απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ενός βιώσιμου εμβρύου και δυστυχώς το κάπνισμα συσχετίζεται επιστημονικά
τεκμηριωμένα , με αυξημένες πιθανότητες αποβολών , λιποβαρών νεογνών και προωρότητας, φθορά του πλακούντα και των αγγείων του με αποτέλεσμα να οδηγεί δυνητικά σε κυήσεις αυξημένου κινδύνου με σοβαρές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις τόσο για τους γονείς όσο και για το κοινωνικό σύνολο.