O πολύπαθος αγροτικός τομέας της χώρας μας βρίσκεται για ακόμη μια
φορά στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, εν μέσω εκλογών.
Κάποιοι έκριναν πως πέραν των άλλων επιβαρύνσεων θα πρέπει να φορολογηθεί βαριά, από το πρώτο ευρώ.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο κατάφερε να εξασφαλίσει για τα αγροτικά νοικοκυριά αφορολόγητο όριο 12.000,00 ευρώ ετησίως.
Ωστόσο το ζήτημα παραμένει: Φορολογούμενοι ή όχι οι έλληνες αγρότες, είναι στην πλειοψηφία τους στα όρια της φτώχειας. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την έναρξη των επιδοτήσεων στην γεωργία και παρά τα ατέλειωτα δισεκατομμύρια, που έχει απορροφήσει, ο κλάδος βρίσκεται στο σημείο μηδέν, χωρίς να διαφαίνεται κάποια ρεαλιστική προοπτική για την ανάκαμψη του. Μέτρα αποσπασματικά και προσωρινά αποκαταστατικά της οικονομικής αδυναμίας των αγροτών δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την αλλαγή της ζοφερής πραγματικότητας.
Τα δύο μεγάλα κόμματα, που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή στα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, με μιαν ανερμάτιστη πολιτική επιδοτήσεων και αποζημιώσεων, επιβάρυναν από την μια τα εθνικά και τα κοινοτικά ταμεία και από την άλλη κατέστρεφαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, την παραγωγική δομή της ελληνικής γεωργίας.
Χωρίς μακρόχρονο σχεδιασμό, χωρίς σύνδεση του αγροτικού τομέα με τις διατροφικές ανάγκες της χώρας, ειδικά μάλιστα αυτές της τουριστικής περιόδου, με αθρόες εισαγωγές από χώρες της ΕΕ αλλά και από τρίτες χώρες, χωρίς έρευνα και ανάπτυξη, η «επίσημη» πολιτική επέλεξε ένα μοντέλο βιομηχανικής γεωργίας, το οποίο δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει στην χώρα μας και το οποίο τους μόνους που εξυπηρετούσε ήταν τα συμφέροντα των πολυεθνικών των φυτοφαρμάκων, των υβριδίων και της κατασκευαστικής βιομηχανίας γεωργικών ελκυστήρων.
Την ίδια στιγμή τα δύο μεγάλα κόμματα, με τους κομματικούς εντεταλμένους τους και με τη συμμαχία μικροσυμφερόντων κατέστρεψαν στην συνείδηση
των αγροτών τη συνεργατική ιδέα. Αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις, με τεράστια περιουσιακά στοιχεία διαλύθηκαν, αφήνοντας σε πολλές περιπτώσεις καταχρεωμένα και τα μέλη τους.
Είμαστε πεπεισμένοι, πως όσο επιμένουμε στο μοντέλο αυτό τόσο θα συναντάμε μπροστά μας το αδιέξοδο.
Η ελληνική ύπαιθρος και ο ελληνικός αγροτικός κόσμος μπορεί μόνο να αναγεννηθεί αν αξιοποιήσει προς όφελος της αυτό που για το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας αποτελεί και το μειονέκτημα της: Την οικογενειακή, μικρή εκμετάλλευση της. Μια ευέλικτη εκμετάλλευση, στηριγμένη στην πολυμορφία των καλλιεργειών, προσανατολισμένη στην παραγωγή υψηλής υπεραξίας διατροφικών και εν γένει αγροτικών προϊόντων, συνοδευόμενη από την ανάπτυξη του δευτερογενούς οικοτεχνικού τομέα για την επεξεργασία τους, με σκοπό τη στήριξη του τριτογενούς τομέα και ιδίως του τμήματος αυτού, που σχετίζεται με τον τουρισμό στην χώρα μας.
Προς τούτο πρέπει ξανά να αποκατασταθεί το συνεργατικό πνεύμα μεταξύ των αγροτών, σε μια κατεύθυνση δημιουργίας μια ενεργούς και περήφανης για τον εαυτό της αγροτικής κοινωνίας και σε μιαν κατεύθυνση βιώσιμης χρήσης της γης και της γεωργικής βιοποικιλότητας.
Τα υποστηρικτικά εργαλεία με την νέα ΚΑΠ είναι παρόντα για να συνδράμουν στην επίτευξη της αναδιοργάνωσης της ελληνικής γεωργίας, μια αναδιοργάνωση, που μπορεί να αποτελεί την μόνη ελπίδα του αγροτικού κόσμου για μια ισότιμη συμμετοχή των αγροτών στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, όπου δεν θα εξαρτώνται διαρκώς από επιδοτήσεις, αποζημιώσεις και φοροαπαλλαγές, αλλά θα είναι υγιείς επιχειρηματίες της γης. Το έμψυχο υλικό των αγροτών, που τα τελευταία χρόνια έχει ανανεωθεί με νέους και μορφωμένους αγρότες, πρέπει να σπάσει τον φαύλο κύκλο, που εγκατέστησαν τα δύο μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης στην ελληνική ύπαιθρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κυβέρνηση και θα βοηθήσει αμέριστα σ΄αυτήν την δομική αλλαγή.
Κάποιοι έκριναν πως πέραν των άλλων επιβαρύνσεων θα πρέπει να φορολογηθεί βαριά, από το πρώτο ευρώ.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο κατάφερε να εξασφαλίσει για τα αγροτικά νοικοκυριά αφορολόγητο όριο 12.000,00 ευρώ ετησίως.
Ωστόσο το ζήτημα παραμένει: Φορολογούμενοι ή όχι οι έλληνες αγρότες, είναι στην πλειοψηφία τους στα όρια της φτώχειας. Τριάντα πέντε χρόνια μετά την έναρξη των επιδοτήσεων στην γεωργία και παρά τα ατέλειωτα δισεκατομμύρια, που έχει απορροφήσει, ο κλάδος βρίσκεται στο σημείο μηδέν, χωρίς να διαφαίνεται κάποια ρεαλιστική προοπτική για την ανάκαμψη του. Μέτρα αποσπασματικά και προσωρινά αποκαταστατικά της οικονομικής αδυναμίας των αγροτών δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την αλλαγή της ζοφερής πραγματικότητας.
Τα δύο μεγάλα κόμματα, που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή στα 40 χρόνια της μεταπολίτευσης, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, με μιαν ανερμάτιστη πολιτική επιδοτήσεων και αποζημιώσεων, επιβάρυναν από την μια τα εθνικά και τα κοινοτικά ταμεία και από την άλλη κατέστρεφαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, την παραγωγική δομή της ελληνικής γεωργίας.
Χωρίς μακρόχρονο σχεδιασμό, χωρίς σύνδεση του αγροτικού τομέα με τις διατροφικές ανάγκες της χώρας, ειδικά μάλιστα αυτές της τουριστικής περιόδου, με αθρόες εισαγωγές από χώρες της ΕΕ αλλά και από τρίτες χώρες, χωρίς έρευνα και ανάπτυξη, η «επίσημη» πολιτική επέλεξε ένα μοντέλο βιομηχανικής γεωργίας, το οποίο δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει στην χώρα μας και το οποίο τους μόνους που εξυπηρετούσε ήταν τα συμφέροντα των πολυεθνικών των φυτοφαρμάκων, των υβριδίων και της κατασκευαστικής βιομηχανίας γεωργικών ελκυστήρων.
Την ίδια στιγμή τα δύο μεγάλα κόμματα, με τους κομματικούς εντεταλμένους τους και με τη συμμαχία μικροσυμφερόντων κατέστρεψαν στην συνείδηση
των αγροτών τη συνεργατική ιδέα. Αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις, με τεράστια περιουσιακά στοιχεία διαλύθηκαν, αφήνοντας σε πολλές περιπτώσεις καταχρεωμένα και τα μέλη τους.
Είμαστε πεπεισμένοι, πως όσο επιμένουμε στο μοντέλο αυτό τόσο θα συναντάμε μπροστά μας το αδιέξοδο.
Η ελληνική ύπαιθρος και ο ελληνικός αγροτικός κόσμος μπορεί μόνο να αναγεννηθεί αν αξιοποιήσει προς όφελος της αυτό που για το μοντέλο της βιομηχανικής γεωργίας αποτελεί και το μειονέκτημα της: Την οικογενειακή, μικρή εκμετάλλευση της. Μια ευέλικτη εκμετάλλευση, στηριγμένη στην πολυμορφία των καλλιεργειών, προσανατολισμένη στην παραγωγή υψηλής υπεραξίας διατροφικών και εν γένει αγροτικών προϊόντων, συνοδευόμενη από την ανάπτυξη του δευτερογενούς οικοτεχνικού τομέα για την επεξεργασία τους, με σκοπό τη στήριξη του τριτογενούς τομέα και ιδίως του τμήματος αυτού, που σχετίζεται με τον τουρισμό στην χώρα μας.
Προς τούτο πρέπει ξανά να αποκατασταθεί το συνεργατικό πνεύμα μεταξύ των αγροτών, σε μια κατεύθυνση δημιουργίας μια ενεργούς και περήφανης για τον εαυτό της αγροτικής κοινωνίας και σε μιαν κατεύθυνση βιώσιμης χρήσης της γης και της γεωργικής βιοποικιλότητας.
Τα υποστηρικτικά εργαλεία με την νέα ΚΑΠ είναι παρόντα για να συνδράμουν στην επίτευξη της αναδιοργάνωσης της ελληνικής γεωργίας, μια αναδιοργάνωση, που μπορεί να αποτελεί την μόνη ελπίδα του αγροτικού κόσμου για μια ισότιμη συμμετοχή των αγροτών στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, όπου δεν θα εξαρτώνται διαρκώς από επιδοτήσεις, αποζημιώσεις και φοροαπαλλαγές, αλλά θα είναι υγιείς επιχειρηματίες της γης. Το έμψυχο υλικό των αγροτών, που τα τελευταία χρόνια έχει ανανεωθεί με νέους και μορφωμένους αγρότες, πρέπει να σπάσει τον φαύλο κύκλο, που εγκατέστησαν τα δύο μεγάλα κόμματα της μεταπολίτευσης στην ελληνική ύπαιθρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κυβέρνηση και θα βοηθήσει αμέριστα σ΄αυτήν την δομική αλλαγή.