Σε σημαντική διεύρυνση του αριθμού των επιχειρήσεων που θα
μπορούν να εντάξουν τις οφειλές τους στην πλατφόρμα των 120 δόσεων
–αποφεύγοντας έτσι τη δαιδαλώδη και χρονοβόρα διαδικασία του
εξωδικαστικού συμβιβασμού– προσανατολίζεται η κυβέρνηση. Οι σχετικές
νομοθετικές διατάξεις ετοιμάζονταν ακόμη και κατά τη διάρκεια του
Σαββατοκύριακου με στόχο να κατατεθούν μέσα στα επόμενα 24ωρα στη Βουλή
Σύμφωνα με πληροφορίες, το πιθανότερο σενάριο είναι να εγκαταλειφθεί το κριτήριο του κύκλου εργασιών (δηλαδή να μην «κόβονται» από τη ρύθμιση επιχειρήσεις με έσοδα άνω των δύο εκατομμυρίων ευρώ όπως ισχύει τώρα) και να θεσπιστεί κριτήριο με βάση τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ενα από τα κυρίαρχα σενάρια προέβλεπε τη θέσπιση του ορίου στο ένα εκατομμύριο ευρώ. Και οι επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους σε έως και 120 δόσεις.
Το χρονοδιάγραμμα υπαγωγής στην πλατφόρμα θα παραμείνει ασφυκτικό –σχετική δέσμευση ανέλαβε η κυβέρνηση και απέναντι στους θεσμούς–, ενώ μετά τη λήξη υποβολής των αιτήσεων μοναδική διέξοδος θα είναι η υπαγωγή στη ρύθμιση των 12 δόσεων (ή 24 δόσεων για ληξιπρόθεσμες οφειλές από πρόστιμα ή φόρους κληρονομιάς).
Τα στοιχεία από τη μέχρι τώρα υπαγωγή των νομικών προσώπων στη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών είναι απογοητευτικά. Το οικονομικό επιτελείο ζήτησε αναλυτική ενημέρωση από την ΑΑΔΕ για την εξέλιξη των αιτήσεων υπαγωγής και, όπως προέκυψε, μόλις 12.000 εταιρείες έχουν τακτοποιήσει τα χρέη τους. Η εξαιρετικά περιορισμένη συμμετοχή ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη καθώς:
• Κατά την έναρξη της διαδικασίας οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα τακτοποίησης των χρεών τους σε μόλις 24 ή 36 δόσεις, αριθμός που αποθάρρυνε τους επιχειρηματίες, ειδικά αυτούς με υψηλά χρέη.
• Αν και αυξήθηκε προεκλογικά ο αριθμός των δόσεων σε 120, πρακτικά η δυνατότητα ρύθμισης στα νομικά πρόσωπα δεν δόθηκε ποτέ, καθώς δεν προχώρησαν οι προσαρμογές στην ηλεκτρονική πλατφόρμα. Μάλιστα, η σχετική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου δεν αναμένεται να κυρωθεί από τη Βουλή, δεδομένου ότι θα ψηφιστεί κατευθείαν το νέο νομοσχέδιο.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η κεντρική επιλογή είναι να δοθεί η δυνατότητα σε όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις να μπουν στη ρύθμιση. Γι’ αυτό και επιλέγεται να μην υπάρχει (ή αν τελικώς υπάρξει να είναι αισθητά διευρυμένο) κριτήριο κύκλου εργασιών. Η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή, αλλά και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις έχουν ισχυρότερο κίνητρο να επιδεικνύουν συνέπεια προκειμένου να διατηρούν το δικαίωμα έκδοσης φορολογικής ενημερότητας, εκτιμάται ότι θα φέρει και περισσότερα έσοδα στα κρατικά ταμεία. Τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν ότι η είσπραξη έχει περιοριστεί στο πενιχρό ποσό των 135 εκατ. ευρώ –από φυσικά και νομικά πρόσωπα– με το συνολικό ποσό που έχει ρυθμιστεί να ανέρχεται στο 1,6 δισ. ευρώ περίπου.
Οι προσαυξήσεις
Οι επιχειρήσεις, εκτός από τα κριτήρια ένταξης και τον αριθμό των δόσεων, ενδιαφέρονται και για το ποσοστό «κουρέματος» των προσαυξήσεων. Σε αυτό το επίπεδο αναμένεται να ακολουθηθεί η ίδια «λογική» που υπήρχε μέχρι τώρα. Δηλαδή, να υπάρχει πλήρης διαγραφή των προσαυξήσεων για όσους πληρώνουν εφάπαξ και από εκεί και πέρα, το ποσοστό «κουρέματος» να εξαρτάται από τον αριθμό των δόσεων. Οσο λιγότερες θα είναι οι δόσεις, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το ποσοστό του «κουρέματος». Οι επιχειρήσεις θα ευνοηθούν και από τις αποφάσεις για τη μείωση του επιτοκίου (από το 5% στο 3%) αλλά και από τη μείωση της ελάχιστης δόσης στα 20 ευρώ (από 30 ευρώ που είναι σήμερα).
Οι αλλαγές που προωθούνται για τα φυσικά πρόσωπα θα ευνοήσουν το σύνολο των οφειλετών. Ετσι:
• Η μείωση του επιτοκίου από το 5% που είναι σήμερα στο 3% θα μειώσει τη μηνιαία δόση όσων χρωστούν στην εφορία πάνω από 3.000 ευρώ με εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ (σ.σ. όσοι έχουν χρέη κάτω των 3.000 ευρώ και εισόδημα έως 10.000 ευρώ δεν πληρώνουν τόκο ούτως ή άλλως).
• Η μείωση της ελάχιστης δόσης από τα 30 ευρώ στα 20 ευρώ θα οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των δόσεων για όσους έχουν χρέη κάτω από 3.600 ευρώ (αυτοί είναι και η μεγάλη πλειοψηφία).
Οφειλέτης με χρέη 10.000 ευρώ και ατομικό εισόδημα 15.000 ευρώ στην εφορία, ενώ με το ισχύον καθεστώς μπορεί να τακτοποιήσει τις οφειλές του σε 120 δόσεις των 106 ευρώ, θα μπορεί μετά τις αλλαγές να πληρώνει 96 ευρώ τον μήνα λόγω της μείωσης του επιτοκίου. Το κέρδος θα φτάσει στα 1.200 ευρώ στη 10ετία. Από την άλλη, οφειλέτης με χρέος 2.000 ευρώ και το ίδιο εισόδημα, μπορεί σήμερα να πληρώσει σε 67 δόσεις των 34 ευρώ, ενώ με το νέο σύστημα θα μπορεί να ξεχρεώσει σε 100 δόσεις των 24 ευρώ.
Οι υπάρχουσες ρυθμίσεις
Ενα σημαντικό ζήτημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, είναι η διαχείριση των αιτήσεων υπαγωγής στη ρύθμιση που έχουν ήδη γίνει. Αυτόματη αλλαγή κρίθηκε ότι δεν μπορεί να γίνει, καθώς οι φορολογικές αρχές δεν γνωρίζουν ποιοι από τους οφειλέτες όντως επιθυμούν την αλλαγή στον αριθμό των δόσεων. Ετσι, το πιθανότερο είναι ότι θα δοθεί η δυνατότητα στους οφειλέτες να «ρίξουν» τις ρυθμίσεις που έχουν ήδη κάνει και να προχωρήσουν σε νέα αίτηση υπαγωγής.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το πιθανότερο σενάριο είναι να εγκαταλειφθεί το κριτήριο του κύκλου εργασιών (δηλαδή να μην «κόβονται» από τη ρύθμιση επιχειρήσεις με έσοδα άνω των δύο εκατομμυρίων ευρώ όπως ισχύει τώρα) και να θεσπιστεί κριτήριο με βάση τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ενα από τα κυρίαρχα σενάρια προέβλεπε τη θέσπιση του ορίου στο ένα εκατομμύριο ευρώ. Και οι επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους σε έως και 120 δόσεις.
Το χρονοδιάγραμμα υπαγωγής στην πλατφόρμα θα παραμείνει ασφυκτικό –σχετική δέσμευση ανέλαβε η κυβέρνηση και απέναντι στους θεσμούς–, ενώ μετά τη λήξη υποβολής των αιτήσεων μοναδική διέξοδος θα είναι η υπαγωγή στη ρύθμιση των 12 δόσεων (ή 24 δόσεων για ληξιπρόθεσμες οφειλές από πρόστιμα ή φόρους κληρονομιάς).
Τα στοιχεία από τη μέχρι τώρα υπαγωγή των νομικών προσώπων στη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών είναι απογοητευτικά. Το οικονομικό επιτελείο ζήτησε αναλυτική ενημέρωση από την ΑΑΔΕ για την εξέλιξη των αιτήσεων υπαγωγής και, όπως προέκυψε, μόλις 12.000 εταιρείες έχουν τακτοποιήσει τα χρέη τους. Η εξαιρετικά περιορισμένη συμμετοχή ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη καθώς:
• Κατά την έναρξη της διαδικασίας οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα τακτοποίησης των χρεών τους σε μόλις 24 ή 36 δόσεις, αριθμός που αποθάρρυνε τους επιχειρηματίες, ειδικά αυτούς με υψηλά χρέη.
• Αν και αυξήθηκε προεκλογικά ο αριθμός των δόσεων σε 120, πρακτικά η δυνατότητα ρύθμισης στα νομικά πρόσωπα δεν δόθηκε ποτέ, καθώς δεν προχώρησαν οι προσαρμογές στην ηλεκτρονική πλατφόρμα. Μάλιστα, η σχετική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου δεν αναμένεται να κυρωθεί από τη Βουλή, δεδομένου ότι θα ψηφιστεί κατευθείαν το νέο νομοσχέδιο.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η κεντρική επιλογή είναι να δοθεί η δυνατότητα σε όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις να μπουν στη ρύθμιση. Γι’ αυτό και επιλέγεται να μην υπάρχει (ή αν τελικώς υπάρξει να είναι αισθητά διευρυμένο) κριτήριο κύκλου εργασιών. Η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή, αλλά και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις έχουν ισχυρότερο κίνητρο να επιδεικνύουν συνέπεια προκειμένου να διατηρούν το δικαίωμα έκδοσης φορολογικής ενημερότητας, εκτιμάται ότι θα φέρει και περισσότερα έσοδα στα κρατικά ταμεία. Τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν ότι η είσπραξη έχει περιοριστεί στο πενιχρό ποσό των 135 εκατ. ευρώ –από φυσικά και νομικά πρόσωπα– με το συνολικό ποσό που έχει ρυθμιστεί να ανέρχεται στο 1,6 δισ. ευρώ περίπου.
Οι προσαυξήσεις
Οι επιχειρήσεις, εκτός από τα κριτήρια ένταξης και τον αριθμό των δόσεων, ενδιαφέρονται και για το ποσοστό «κουρέματος» των προσαυξήσεων. Σε αυτό το επίπεδο αναμένεται να ακολουθηθεί η ίδια «λογική» που υπήρχε μέχρι τώρα. Δηλαδή, να υπάρχει πλήρης διαγραφή των προσαυξήσεων για όσους πληρώνουν εφάπαξ και από εκεί και πέρα, το ποσοστό «κουρέματος» να εξαρτάται από τον αριθμό των δόσεων. Οσο λιγότερες θα είναι οι δόσεις, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το ποσοστό του «κουρέματος». Οι επιχειρήσεις θα ευνοηθούν και από τις αποφάσεις για τη μείωση του επιτοκίου (από το 5% στο 3%) αλλά και από τη μείωση της ελάχιστης δόσης στα 20 ευρώ (από 30 ευρώ που είναι σήμερα).
Οι αλλαγές που προωθούνται για τα φυσικά πρόσωπα θα ευνοήσουν το σύνολο των οφειλετών. Ετσι:
• Η μείωση του επιτοκίου από το 5% που είναι σήμερα στο 3% θα μειώσει τη μηνιαία δόση όσων χρωστούν στην εφορία πάνω από 3.000 ευρώ με εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ (σ.σ. όσοι έχουν χρέη κάτω των 3.000 ευρώ και εισόδημα έως 10.000 ευρώ δεν πληρώνουν τόκο ούτως ή άλλως).
• Η μείωση της ελάχιστης δόσης από τα 30 ευρώ στα 20 ευρώ θα οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των δόσεων για όσους έχουν χρέη κάτω από 3.600 ευρώ (αυτοί είναι και η μεγάλη πλειοψηφία).
Οφειλέτης με χρέη 10.000 ευρώ και ατομικό εισόδημα 15.000 ευρώ στην εφορία, ενώ με το ισχύον καθεστώς μπορεί να τακτοποιήσει τις οφειλές του σε 120 δόσεις των 106 ευρώ, θα μπορεί μετά τις αλλαγές να πληρώνει 96 ευρώ τον μήνα λόγω της μείωσης του επιτοκίου. Το κέρδος θα φτάσει στα 1.200 ευρώ στη 10ετία. Από την άλλη, οφειλέτης με χρέος 2.000 ευρώ και το ίδιο εισόδημα, μπορεί σήμερα να πληρώσει σε 67 δόσεις των 34 ευρώ, ενώ με το νέο σύστημα θα μπορεί να ξεχρεώσει σε 100 δόσεις των 24 ευρώ.
Οι υπάρχουσες ρυθμίσεις
Ενα σημαντικό ζήτημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, είναι η διαχείριση των αιτήσεων υπαγωγής στη ρύθμιση που έχουν ήδη γίνει. Αυτόματη αλλαγή κρίθηκε ότι δεν μπορεί να γίνει, καθώς οι φορολογικές αρχές δεν γνωρίζουν ποιοι από τους οφειλέτες όντως επιθυμούν την αλλαγή στον αριθμό των δόσεων. Ετσι, το πιθανότερο είναι ότι θα δοθεί η δυνατότητα στους οφειλέτες να «ρίξουν» τις ρυθμίσεις που έχουν ήδη κάνει και να προχωρήσουν σε νέα αίτηση υπαγωγής.