Η αλλαγή στην σχέση ατόμων ανά
τετραγωνικά μέτρα που ισχύει και για τα σούπερ μάρκετ μειώνει στο 50%
την δυνατότητα εξυπηρέτησης και αυξάνει τις ουρές σύμφωνα με το ΙΕΛΚΑ.
Ανησυχητικά ευρύματα σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση των καταναλωτών στα σούπερ μάρκετ εντοπίζει στην πρόσφατη κοινή Υπουργική Απόφαση το Ινστιτούτο Έρευνάς Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών. Το ΙΕΛΚΑ μέλη του οποίου είναι οι μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ όπως Σκλαβενίτης, ΑΒ Βασιλόπουλος, My Market και Μασούτης στο πλαίσιο του παρατηρητηρίου των εξελίξεων της Πανδημίας για την αγορά του Λιανεμπορίου τροφίμων σημειώνει ότι η κοινή Υπουργική Απόφαση της 16ης Ιανουαρίου Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 3060 ενδέχεται να προκαλέσουν προβλήματα και στρεβλώσεις το επόμενο διάστημα στα καταστήματα λιανικής.
Συγκεκριμένα η προαναφερθείσα κοινή υπουργική απόφαση, η οποία έχει ως στόχο το άνοιγμα του λιανικού εμπορίου ύστερα από μήνες, δηλαδή την ελάφρυνση των μέτρων, ειδικά στην περίπτωση του λιανεμπορίου τροφίμων εφαρμόζει πιο αυστηρά μέτρα. Συγκεκριμένα, ο μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός ατόμων, από 1 άτομο ανά 10 τ.μ. που ίσχυε μέχρι την Κυριακή 17/1, από τη Δευτέρα 18/1 γίνεται 1 άτομο ανά 25 τ.μ.. Σε καμία χώρα της Ευρώπης από όσες έχουμε διαθέσιμα στοιχεία δεν υπάρχει τόσο αυστηρός περιορισμός πρόσβασης στα καταστήματα τροφίμων, ενώ έχουν πολλαπλάσιο επιδημιολογικό φορτίο σε σχέση με την Ελλάδα σημειώνει στην ανακοίνωση του το ΙΕΛΚΑ.
Αυτή η αλλαγή στην περίπτωση των καταστημάτων τροφίμων δημιουργεί σημαντικό περιορισμό στη δυνατότητα εξυπηρέτησης του κοινού κατά 60%. Όπως φαίνεται στον πίνακα 2, με βάση τα στοιχεία του Νοεμβρίου 2020, ο μέσος αριθμός πελατών ανά κατάστημα ανά ημέρα στα σουπερμάρκετ είναι 858 άτομα. Με τα νέα μέτρα, η μέση εκτιμώμενη ημερήσια δυνατότητα εξυπηρέτησης πελατών μειώνεται από 1.245 πελάτες (100 ανά ώρα) σε μόλις 479 πελάτες (40 ανά ώρα). Για την ακρίβεια 479 «επισκέπτες», καθώς συχνά και ειδικά το Σάββατο, οι επισκέψεις γίνονται από περισσότερα από μέλη του νοικοκυριού, μειώνοντας περεταίρω τις δυνατότητες εξυπηρέτησης του καταστήματος.
Σημειώνεται ότι οι τιμές αυτές είναι μέσοι όροι. Δεν υπάρχει ομοιόμορφη κατανομή πελατών στο χρόνο ούτε μέσα στην εβδομάδα, ούτε μέσα στην ημέρα. Την Παρασκευή και το Σάββατο η επισκεψιμότητα αυξάνεται σημαντικά συγκριτικά με τις υπόλοιπες ημέρες. Υπάρχει αυξημένη συγκέντρωση επισκεπτών το πρωί και κυρίως το απόγευμα όλες τις καθημερινές.
Είναι σαφές ότι αυτός ο αριθμός δυνατότητας εξυπηρέτησης πελατών δεν επαρκεί για να εξυπηρετηθούν σωστά οι πελάτες. Το αποτέλεσμα αυτής της μείωσης στη δυνατότητα εξυπηρέτησης θα είναι αναπόφευκτα η δημιουργία ουρών εκτός των καταστημάτων, όπως έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν, με δύσκολες καιρικές συνθήκες. Θεωρούμε ότι οι συνέπειες θα είναι οι εξής:
- Συνωστισμός εκτός των καταστημάτων στις ουρές. Ο συνωστισμός έξω από τα καταστήματα – που δεν υπήρχε μέχρι σήμερα – είναι δυνητικά πιο επικίνδυνος από τη γρήγορη εξυπηρέτηση όπως γινόταν μέχρι σήμερα μέσα στα καταστήματα.
- Αύξηση του μέσου χρόνου εξυπηρέτησης λόγω των ουρών. Π.χ. αντί για 1 ώρα επίσκεψη θα χρειάζεται 1 ώρα συν 15 λεπτά αναμονή για είσοδο στο κατάστημα. Με δεδομένο μάλιστα τον περιορισμό του 2ωρου χρόνου για αγορές από το 13033, πρακτικά μειώνοντας τον διαθέσιμο χρόνο επίσκεψης για να αγοραστούν προϊόντα πρώτης ανάγκης.
- Εμφάνιση ανησυχίας, θυμού, αν όχι και πανικού, στο αγοραστικό κοινό λόγω των ουρών κάτι που θα μεταφραστεί και σε αγοραστική συμπεριφορά.
- Λάθος επικοινωνιακό μήνυμα προς τον καταναλωτή-πολίτη τόσο σε σχέση με την πορεία της πανδημίας, όσο και σε σχέση με την ασφάλεια των αγορών του.
Τα σούπερ μάρκετ δεν είναι εστίες υπερμετάδοσης του κορονοϊού
Υπενθυμίζουμε, σημειώνει ο ΙΕΛΚΑ στην ανακοίνωση του, ότι η αγορά την περίοδο των εορτών λειτούργησε άψογα με τα τότε ισχύοντα μέτρα και δεν επηρεάστηκε η πορεία της πανδημίας. Ειδικά για τα καταστήματα τροφίμων που παρέμειναν ανοιχτά καθόλη τη διάρκεια της πανδημίας, με τα ισχύοντα ως τις 17/1 μέτρα ΔΕΝ επηρέασαν την πορεία της, ούτε την Άνοιξη του 2020, ούτε το Φθινόπωρο 2020. Άλλωστε το Σάββατο 21 Νοεμβρίου, ο Υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων, Νίκος Χαρδαλιάς, δήλωσε ότι «καμιά ένδειξη ή απόδειξη δεν υπάρχει, δεν προκύπτει, από τους χιλιάδες ανθρώπους που έχουμε ιχνηλατήσει για συρροές, ή για επιδημιολογικά clusters στα σούπερ μάρκετ ή στα σχολεία.» Ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Άδωνις Γεωργιάδης την Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου δήλωσε «διέψευσα όλες τις φήμες που προέκυψαν ότι δήθεν τα σούπερ μάρκετ είναι εστίες υπερμετάδοσης κορονοϊού. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι μίλησα με τον ΕΟΔΥ και δεν υπάρχει κανένα επιστημονικό δεδομένο που να τεκμηριώνει αυτή την άποψη. Αντιθέτως έχει αποδειχθεί ότι η αγορά σούπερ μάρκετ έχει κινηθεί με τρόπο μεγάλης υγειονομικής ασφάλειας».
Η εμπειρία που έχουμε είναι ότι, το ίδιο θα ισχύει και για τους άλλους κλάδους του λιανεμπορίου. Δεν αποτελούν τα ίδια τα καταστήματα πηγές υπερμετάδοσης του ιού, όσο ο συνωστισμός σε ουρές εκτός των καταστημάτων. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να στοιχειοθετούν την ανάγκη για πιο αυστηρά μέτρα σε σχέση με τον μέγιστο αριθμό ατόμων εντός των καταστημάτων του λιανεμπορίου εν γένει, εφόσον τηρούνται οι κανόνες υγιεινής και ασφάλειας. Άλλωστε από την αρχή της υγειονομικής κρίσης, τόσο το λιανεμπόριο συνολικά, όσο και το ειδικά το λιανεμπόριο τροφίμων τηρούν αυστηρά τα μέτρα της πολιτείας, εφαρμόζοντας μάλιστα συχνά υγειονομικά πρωτόκολλα αυστηρότερα σε σχέση με τα νομοθετημένα.
Οι προτάσεις του ΙΕΛΚΑ
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ως ερευνητικός οργανισμός καταθέτουμε τις παρακάτω προτάσεις:
1. την επαναφορά του μέγιστου αριθμού ατόμων για όλα τα καταστήματα στα ισχύοντα ως τις 17/1 (1 άτομο ανά 10 τ.μ.), με στόχο την εξυπηρέτηση των καταναλωτών και την κανονικότητα στην προμήθεια βασικών καταναλωτικών αγαθών.
2. την επαναφορά της λήξης του ωραρίου λειτουργίας για τα καταστήματα τροφίμων στις 20:30 για να δοθεί χρόνος για αγορές ειδών πρώτης ανάγκης στους εργαζόμενους των καταστημάτων του λοιπού λιανεμπορίου.
3. Την υιοθέτηση διαφορετικού διακριτού κωδικού μετακίνησης στο 13033 για τα καταστήματα τροφίμων σε σχέση με τα υπόλοιπα καταστήματα του λιανεμπορίου (π.χ. το «7»), προκειμένου να διαχωριστεί ο χρόνος των αγορών για είδη πρώτης ανάγκης σε σχέση με τα λοιπά είδη.