Τι ετοιμάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για τους μικροσυνταξιούχους.
Από Σεπτέμβρη οι εξαγγελίες αν κλειδώσει το νέο πακέτο θετικών μέτρων
Στόχος η επιστροφή του ΕΚΑΣ ως μόνιμος τμήμα της συνταξιοδοτικής παροχής.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επεξεργάζεται τρόπους για την ανακούφιση των χαμηλοσυνταξιούχων, μέσα στα δημοσιονομικά περιθώρια που απομένουν μετά την εφαρμογή των πρόσφατων θετικών μέτρων σύμφωνα με το Έθνος της Κυριακής.
Σενάρια και εναλλακτικοί τρόποι μόνιμης ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων που έχασαν το ΕΚΑΣ την περίοδο της κρίσης πέφτουν στο… τραπέζι του οικονομικού επιτελείου. Όλα εξαρτώνται από τα δημοσιονομικά περιθώρια και ειδικότερα από το αν και κατά πόσο θα υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος, πέραν του χώρου που έχει ήδη προβλεφθεί και καλυφθεί με το νέο πακέτο θετικών μέτρων μόνιµου χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες νέες παρεμβάσεις, αν κλειδώσουν, δεν θα πρέπει να αναμένονται πριν από το φθινόπωρο, όταν θα διαμορφώνεται σταδιακά και ο προϋπολογισμός του 2020. Αν και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι τηρούν σιγήν ιχθύος, ανάµεσα σε διάφορα άλλα σενάρια ανακούφισης των συνταξιούχων στο µικροσκόπιο φέρεται να έχει βρεθεί και το ποσό της εθνικής σύνταξης που συνιστά την καθαρή συµµετοχή του κράτους στη συνταξιοδοτική παροχή του ΕΦΚΑ.
Σύμφωνα µε ένα από τα σενάρια που φέρονται να έχουν πέσει στο τραπέζι, το ποσό της εθνικής σύνταξης θα µπορούσε να αυξηθεί για τους χαµηλοσυνταξιούχους. Υπενθυµίζεται πως η εθνική σύνταξη είναι σταθερού ποσού για όλους από το 2016, όταν ψηφίστηκε ο νόµος Κατρούγκαλου, και ανέρχεται στα 384 ευρώ για όσους έχουν τουλάχιστον 20ετία ασφάλισης. Σύμφωνα µε το ίδιο σενάριο, το σταθερό ποσό της θα µπορούσε να αυξηθεί για όσους εισπράττουν, για παράδειγµα, κύρια σύνταξη έως περίπου 600 ευρώ. Αυτό σημαίνει πως για µια σημαντική µερίδα χαµηλοσυνταξιούχων η εθνική σύνταξη θα µπορούσε να υπερβεί αισθητά το φράγµα των 400 ευρώ, αν για παράδειγµα η αύξηση κυµαινόταν κοντά στα 40 ευρώ.
Η εθνική σύνταξη αποτελεί άλλωστε τη βάση πάνω στην οποία χτίζεται το σύνολο της σύνταξης, καθώς στην εθνική προστίθεται η ανταποδοτική, η οποία αντιστοιχεί στις εισφορές που έχει καταβάλει ο ασφαλισµένος, ενώ οι παλαιοί διατηρούν ενίοτε και «προσωπική διαφορά». Στην καρδιά του εν λόγω σεναρίου βρίσκεται η λογική που διατρέχει τη νέα αρχιτεκτονική του συνταξιοδοτικού. Στόχος είναι η ενίσχυση του ΕΚΑΣ να επιστρέψει, αν κάτι τέτοιο κριθεί εφικτό, όχι ως προνοιακού τύπου επίδοµα που θα χορηγείται ειδικά στους συνταξιούχους, αλλά ως µόνιµο τµήµα της συνταξιοδοτικής τους παροχής.
Στο τραπέζι βρίσκονται, ωστόσο, διάφορα εναλλακτικά σενάρια, και όλα άλλωστε εξαρτώνται από τα δηµοσιονοµικά περιθώρια που θα προκύψουν -εφόσον προκύψουν- δεδοµένου ότι η πλήρης κατάργηση των περικοπών του 2019 και η µόνιµη 13η σύνταξη έχουν ετήσιο κόστος πάνω από δύο δισ. για τον λογαριασµό του Ασφαλιστικού. Ενδεχόµενο επαναφοράς ΕΚΑΣ άνοιξε τις προάλλες ο υπουργός Οικονοµικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος σε συνέντευξή του είπε πως «στη διαπραγµάτευση που κάναµε, κάτι δίνεις, κάτι παίρνεις», αποκαλύπτοντας πως «σκεφτόµαστε την επαναφορά του, µε διαφορετική µορφή, πιο στοχευµένο». Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τάσος Πετρόπουλος, έχει υποστηρίξει πολλές φορές πως η τύχη του ΕΚΑΣ είχε ήδη προδιαγραφεί από το 2010, όταν το Επίδοµα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων διαχωρίστηκε από τη σύνταξη στο πλαίσιο του λογιστικού διαχωρισµού προνοιακών-ασφαλιστικών παροχών και εντάθηκε στις προνοιακές παροχές µαζί µε το εξωιδρυµατικό επίδοµα και το επίδοµα απολύτου αναπηρίας. Ο ίδιος υποστήριξε πρόσφατα στη Βουλή πως οι συντάξεις δεν θα είχαν ΕΚΑΣ από το 2015, στο πλαίσιο αυτού του διαχωρισμού.
Ο προνοιακός χαρακτήρας του ΕΚΑΣ ήταν άλλωστε µόνιµη αφορμή για την επιµονή των δανειστών στην περικοπή και κατάργησή του… «∆εν διαφεύγει την προσοχή µας η προστασία των κατώτερων συντάξεων, ώστε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήµατα από τη µείωση µέχρι και την κατάργηση του ΕΚΑΣ… Από το 2010 είχε προβλεφθεί η απόσπαση του ΕΚΑΣ από τη σύνταξη. Μοναδική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να αντιµετωπίζει τέτοιες περιπτώσεις» δήλωνε τον ∆εκέµβριο του 2017 ο κ. Πετρόπουλος.
Ο επανυπολογισμός
Οπως αναφέρουν ειδικοί, η αρχή έγινε µε τις αυξήσεις που δόθηκαν από 1/1/2019 σε 620.000 συνταξιούχους, στο πλαίσιο του επανυπολογισµού. Σε αυτούς συµπεριλαµβάνονται και πολλοί χαµηλοσυνταξιούχοι που εισέπρατταν το ΕΚΑΣ. Από 1/1/2019 έλαβαν το 1/5 της αύξησης που δικαιούνται, ενώ τα επόµενα τέσσερα χρόνια θα λάβουν σταδιακά και τα υπόλοιπα. Υπενθυµίζεται πως από το 2016 το ΕΚΑΣ δίνεται σε συνταξιούχους που εισπράττουν ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης έως 660 ευρώ και φέτος -τελευταία χρονιά χορήγησής του- έχει φτάσει στα 12 ευρώ µηνιαίως.
Την ίδια στιγμή, η εθνική σύνταξη χορηγείται σε όλους, ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης και τις συντάξιμες αποδοχές. Ανέρχεται στα 384 ευρώ για όσους αποχωρούν µε 20 και άνω έτη ασφάλισης. Όσοι συνταξιοδοτούνται µε 15-20 χρόνια ασφάλισης έχουν αποµείωση 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών. Το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης δεν εξαρτάται μόνο από τον χρόνο ασφάλισης, αλλά και από τη µόνιµη και νόµιµη διαµονή στην Ελλάδα. Επίσης το ποσό της εθνικής σύνταξης µειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις καταβολής µειωµένης σύνταξης, ενώ αναλογική παροχή προβλέπεται και για τους συνταξιούχους που λαµβάνουν µειωµένη σύνταξη λόγω αναπηρίας κάτω από 80%.
Πηγή: Έθνος της Κυριακής
Από Σεπτέμβρη οι εξαγγελίες αν κλειδώσει το νέο πακέτο θετικών μέτρων
Στόχος η επιστροφή του ΕΚΑΣ ως μόνιμος τμήμα της συνταξιοδοτικής παροχής.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επεξεργάζεται τρόπους για την ανακούφιση των χαμηλοσυνταξιούχων, μέσα στα δημοσιονομικά περιθώρια που απομένουν μετά την εφαρμογή των πρόσφατων θετικών μέτρων σύμφωνα με το Έθνος της Κυριακής.
Σενάρια και εναλλακτικοί τρόποι μόνιμης ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων που έχασαν το ΕΚΑΣ την περίοδο της κρίσης πέφτουν στο… τραπέζι του οικονομικού επιτελείου. Όλα εξαρτώνται από τα δημοσιονομικά περιθώρια και ειδικότερα από το αν και κατά πόσο θα υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος, πέραν του χώρου που έχει ήδη προβλεφθεί και καλυφθεί με το νέο πακέτο θετικών μέτρων μόνιµου χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, οι όποιες νέες παρεμβάσεις, αν κλειδώσουν, δεν θα πρέπει να αναμένονται πριν από το φθινόπωρο, όταν θα διαμορφώνεται σταδιακά και ο προϋπολογισμός του 2020. Αν και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι τηρούν σιγήν ιχθύος, ανάµεσα σε διάφορα άλλα σενάρια ανακούφισης των συνταξιούχων στο µικροσκόπιο φέρεται να έχει βρεθεί και το ποσό της εθνικής σύνταξης που συνιστά την καθαρή συµµετοχή του κράτους στη συνταξιοδοτική παροχή του ΕΦΚΑ.
Σύμφωνα µε ένα από τα σενάρια που φέρονται να έχουν πέσει στο τραπέζι, το ποσό της εθνικής σύνταξης θα µπορούσε να αυξηθεί για τους χαµηλοσυνταξιούχους. Υπενθυµίζεται πως η εθνική σύνταξη είναι σταθερού ποσού για όλους από το 2016, όταν ψηφίστηκε ο νόµος Κατρούγκαλου, και ανέρχεται στα 384 ευρώ για όσους έχουν τουλάχιστον 20ετία ασφάλισης. Σύμφωνα µε το ίδιο σενάριο, το σταθερό ποσό της θα µπορούσε να αυξηθεί για όσους εισπράττουν, για παράδειγµα, κύρια σύνταξη έως περίπου 600 ευρώ. Αυτό σημαίνει πως για µια σημαντική µερίδα χαµηλοσυνταξιούχων η εθνική σύνταξη θα µπορούσε να υπερβεί αισθητά το φράγµα των 400 ευρώ, αν για παράδειγµα η αύξηση κυµαινόταν κοντά στα 40 ευρώ.
Η εθνική σύνταξη αποτελεί άλλωστε τη βάση πάνω στην οποία χτίζεται το σύνολο της σύνταξης, καθώς στην εθνική προστίθεται η ανταποδοτική, η οποία αντιστοιχεί στις εισφορές που έχει καταβάλει ο ασφαλισµένος, ενώ οι παλαιοί διατηρούν ενίοτε και «προσωπική διαφορά». Στην καρδιά του εν λόγω σεναρίου βρίσκεται η λογική που διατρέχει τη νέα αρχιτεκτονική του συνταξιοδοτικού. Στόχος είναι η ενίσχυση του ΕΚΑΣ να επιστρέψει, αν κάτι τέτοιο κριθεί εφικτό, όχι ως προνοιακού τύπου επίδοµα που θα χορηγείται ειδικά στους συνταξιούχους, αλλά ως µόνιµο τµήµα της συνταξιοδοτικής τους παροχής.
Στο τραπέζι βρίσκονται, ωστόσο, διάφορα εναλλακτικά σενάρια, και όλα άλλωστε εξαρτώνται από τα δηµοσιονοµικά περιθώρια που θα προκύψουν -εφόσον προκύψουν- δεδοµένου ότι η πλήρης κατάργηση των περικοπών του 2019 και η µόνιµη 13η σύνταξη έχουν ετήσιο κόστος πάνω από δύο δισ. για τον λογαριασµό του Ασφαλιστικού. Ενδεχόµενο επαναφοράς ΕΚΑΣ άνοιξε τις προάλλες ο υπουργός Οικονοµικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος σε συνέντευξή του είπε πως «στη διαπραγµάτευση που κάναµε, κάτι δίνεις, κάτι παίρνεις», αποκαλύπτοντας πως «σκεφτόµαστε την επαναφορά του, µε διαφορετική µορφή, πιο στοχευµένο». Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τάσος Πετρόπουλος, έχει υποστηρίξει πολλές φορές πως η τύχη του ΕΚΑΣ είχε ήδη προδιαγραφεί από το 2010, όταν το Επίδοµα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων διαχωρίστηκε από τη σύνταξη στο πλαίσιο του λογιστικού διαχωρισµού προνοιακών-ασφαλιστικών παροχών και εντάθηκε στις προνοιακές παροχές µαζί µε το εξωιδρυµατικό επίδοµα και το επίδοµα απολύτου αναπηρίας. Ο ίδιος υποστήριξε πρόσφατα στη Βουλή πως οι συντάξεις δεν θα είχαν ΕΚΑΣ από το 2015, στο πλαίσιο αυτού του διαχωρισμού.
Ο προνοιακός χαρακτήρας του ΕΚΑΣ ήταν άλλωστε µόνιµη αφορμή για την επιµονή των δανειστών στην περικοπή και κατάργησή του… «∆εν διαφεύγει την προσοχή µας η προστασία των κατώτερων συντάξεων, ώστε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήµατα από τη µείωση µέχρι και την κατάργηση του ΕΚΑΣ… Από το 2010 είχε προβλεφθεί η απόσπαση του ΕΚΑΣ από τη σύνταξη. Μοναδική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι να αντιµετωπίζει τέτοιες περιπτώσεις» δήλωνε τον ∆εκέµβριο του 2017 ο κ. Πετρόπουλος.
Ο επανυπολογισμός
Οπως αναφέρουν ειδικοί, η αρχή έγινε µε τις αυξήσεις που δόθηκαν από 1/1/2019 σε 620.000 συνταξιούχους, στο πλαίσιο του επανυπολογισµού. Σε αυτούς συµπεριλαµβάνονται και πολλοί χαµηλοσυνταξιούχοι που εισέπρατταν το ΕΚΑΣ. Από 1/1/2019 έλαβαν το 1/5 της αύξησης που δικαιούνται, ενώ τα επόµενα τέσσερα χρόνια θα λάβουν σταδιακά και τα υπόλοιπα. Υπενθυµίζεται πως από το 2016 το ΕΚΑΣ δίνεται σε συνταξιούχους που εισπράττουν ακαθάριστο ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης έως 660 ευρώ και φέτος -τελευταία χρονιά χορήγησής του- έχει φτάσει στα 12 ευρώ µηνιαίως.
Την ίδια στιγμή, η εθνική σύνταξη χορηγείται σε όλους, ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης και τις συντάξιμες αποδοχές. Ανέρχεται στα 384 ευρώ για όσους αποχωρούν µε 20 και άνω έτη ασφάλισης. Όσοι συνταξιοδοτούνται µε 15-20 χρόνια ασφάλισης έχουν αποµείωση 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών. Το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης δεν εξαρτάται μόνο από τον χρόνο ασφάλισης, αλλά και από τη µόνιµη και νόµιµη διαµονή στην Ελλάδα. Επίσης το ποσό της εθνικής σύνταξης µειώνεται αναλογικά στις περιπτώσεις καταβολής µειωµένης σύνταξης, ενώ αναλογική παροχή προβλέπεται και για τους συνταξιούχους που λαµβάνουν µειωµένη σύνταξη λόγω αναπηρίας κάτω από 80%.
Πηγή: Έθνος της Κυριακής